- συκήσ(ι)ος
- α, ο фиговый, инжирный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συκήσ(ι)ος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά 2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα 3. αυτός που κατασκευάζεται από ξύλο συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek